μοτοκρός

μοτοκρός
το
(αθλητ.) τύπος αγώνα με μοτοσυκλέτες, κατά τον οποίο οι αναβάτες μοτοσυκλετιστές εκτελούν διαδρομή σημειωμένη σε ανοιχτό έδαφος και έξω από τους υπάρχοντες δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. motocross < moto- (< γαλλ. motocyclette «μοτοσυκλέτα») + cross < αγγλ. cross «διασχίζω, τέμνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”